δέκα

δέκα
δέκα
Grammatical information: numeral
Meaning: `ten' (Il.)
Compounds: ἕν-, δώ-, also δυώ-, δυό-.
Derivatives: Inherited (s. below) δέκατος (Arc. Lesb. δέκοτος cf. Arc. δυώδεκο) `tenth'; f. δεκάτη (sc. μερίς) `the tenth' (Ion.-Att.) with δεκατεύω `exact tithe' (Ion.-Att.), with δεκάτευμα (Call.), δεκάτευσις (D. H.), δεκατεία (Plu.), δεκατευτής (Harp.) and δεκατευτήριον `customhouse' (X.); rare δεκατόω `id.' (Ep. Hebr.); δεκατός `sentenced to a fine of one tenth of ones property' (Cyren.), haplol. for δεκα[τω]τός or δεκα[τευ]τός; - δεκάτη (sc. ἡμέρα) `the tenth day of the month or after the birth of a child, when the name-giving occurred' (Ion.-Att.) with δεκαταῖος (Pl.) and δεκατισταί (Bithynia; s. Chantr. Form. 318f.). - δεκάς, -άδος f. `decade, groop of ten, esp. soldiers', δεκαδεύς `member of a decade' (X.) also `president of a college of ten men' (Trozen), δεκαδικός (Herm. Alex. in Phdr.), δεκαδιστής, -ίστρια (Delos) = δεκατιστής; Thphr. Char. 27, 11 (s. Fraenkel Nom. ag. 2, 71). - δεκανός `decurio, surveyor' with δεκανία, δεκανικός (pap., cf. Mayser pap. 12 : 3, 88), Macedonian (v. Wilamowitz Glaube 2, 401 n. 2). - Isolated denomin. δεκάζω `bribe (the judges)' (Att.) s.v. with δεκασμός (D. H.)s. Oldfather P.-W. 13, 2398f. - Uncertain OAtt. δεκᾶν (IG 12, 919).
Origin: IE [Indo-European] [191] *deḱm̥ `ten'.
Etymology: Gr. δέκα, Lat. decem, Skt. dáśa a.o. from IE *déḱm. Beside it a collektive t-formation (Sommer Zum Zahlwort 21 n. 1; also on δεκάκις, -ιν) in Skt. daśát, Lith. dẽšimt, OCS desętь, Alb. djetë `ten', also in the ordinals δέκατος, Lith. dešim̃tas, OCS desętъ, Goth. taihunda etc., IE *déḱm̥tos (but s. Meillet BSL 29, 29f.). Lat. decimus, Skt. daśamá- however from *dḱm̥mos. - Collective δεκάς is a Greek innovation: on the suffix (= Hitt. -ant\/d-) Sommer Münch. Stud. z. Sprachwiss. 4, 1ff. - Lit. in W.-Hofmann s. decem; also Brandenstein Die erste idg. Wanderung (Wien 1936) 22. S. also εἴκοσι and ἑκατόν.
Page in Frisk: 1,359-360

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… …   Dictionary of Greek

  • Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”